- επιμεταλλώνω
- καλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στον λόγιο τ. επιμεταλλώ μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιμεταλλώνω — επιμετάλλωσα, επιμεταλλώθηκα, επιμεταλλωμένος, μτβ., επικαλύπτω την επιφάνεια αντικειμένου με λεπτό στρώμα πολύτιμου μετάλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιμετάλλωση — Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε. Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την… … Dictionary of Greek